φίλτατοι

φίλτατοι
φίλτατος
one's nearest and dearest
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… …   Dictionary of Greek

  • κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φίλτατος — η, ο / φίλτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α (υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος μσν. αρχ. (το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φίλτατος — η, ο (υπερθ. του φίλος) 1. αγαπητότατος, προσφιλέστατος. 2. το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ., φίλτατοι, οι,φίλτατα, τα οι στενοί συγγενείς (σύζυγος, παιδιά, γονείς, αδέρφια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”